- συγκόλληση
- Η επανένωση δύο μεταλλικών τμημάτων και η πλήρης αποκατάσταση τους σε ένα ενιαίο κομμάτι. Γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της φλόγας (οξυγονοκόλληση) και του βολταϊκού τόξου (ηλεκτροσυγκόλληση). Και οι δύο μέθοδοι στηρίζονται στην υψηλή θερμοκρασία. Η θερμοκρασία αυτή έχει σαν αποτέλεσμα την τήξη του υλικού και την επανακρυστάλλωσή του στο σημείο κοπής.
Σ. λέγεται και η γραμματική δομή που χαρακτηρίζει τις ουραλοαλταϊκές και τις δραβιδικές γλώσσες. Οι γλώσσες αυτές, που λέγονται συγκολλητικές, συνδέουν τις λέξεις, που διατηρούν πάντοτε τον ίδιο τύπο, με ποικίλες καταλήξεις, η καθεμιά από τις οποίες προσδίνει σ’ αυτές ένα ιδιαίτερο νόημα.
Συγκόλληση. Αριστερά, συνηθισμένη μέθοδος συγκόλλησης με «ηλεκτρικό πιστόλι». Στο κέντρο, συγκόλληση με αυξημένη ένταση, ρεύμα ηλεκτρισμού. Δεξιά, συγκόλληση με αέριο. Οι εργάτες φορούν ειδικές μάσκες.
* * *η / συγκόλλησις, -ήσεως, ΝΜΑ [συγκολλῶ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκολλώ, σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή τμημάτων με τη χρήση κόλλας, τηγμένου μετάλλου ή άλλης συνδετικής ύληςνεοελλ.1. τεχνολ. διεργασία που συνίσταται στην ένωση δύο ή περισσότερων συστατικών μερών μιας συναρμογής, κατά τρόπο που εξασφαλίζει τη συνέχεια μεταξύ τών προς συνάρμοση μερών, με θέρμανση ή με πίεση ή με συνδυασμό τών δύο, με ή χωρίς χρήση πληρωτικού υλικού, σε θερμοκρασία τήξεως παραπλήσια τής θερμοκρασίας τήξεως τού υλικού βάσεως2. (πετρογρ.) το τελευταίο στάδιο τής διεργασίας σχηματισμού ενός ιζηματογενούς πετρώματος το οποίο συνίσταται στην αποσκλήρυνση και στη συνένωση τών κλαστικών ιζημάτων λόγω καθίζησης τής ορυκτής ύλης στα διάκενα τών πόρων3. βιολ. η δέσμευση τών αντισωμάτων σε ένα συγκεκριμένο ειδικό αντιγόνο, η οποία προκαλεί συσσώρευση σωματιδίων4. φρ. α) «συγκόλληση με τήξη»τεχνολ. συγκόλληση που βασίζεται σε τοπική τήξη η οποία συντελείται με ή χωρίς χρήση πληρωτικού υλικού και χωρίς συμμετοχή πίεσηςβ) «συγκόλληση με πίεση»τεχνολ. συγκόλληση που επιτυγχάνεται κατά κανόνα χωρίς πληρωτικό υλικό με άσκηση πίεσης επαρκούς για την πρόκληση πλαστικής παραμόρφωσης τών προς συγκόλληση επιφανειών, συγκόλληση που διευκολύνεται με τοπική θέρμανσηγ) «σκληρή συγκόλληση»τεχνολ. ετερογενής συγκόλληση μεταλλικών αντικειμένων με προσθήκη τηγμένου μεταλλικού εμπλήσματος, το σημείο τήξεως τού οποίου είναι κατώτερο τού αντίστοιχου τών προς συγκόλληση μετάλλων τα οποία διαβρέχονται από αυτό χωρίς να συμμετέχουν με την τήξη τους στη διαμόρφωση τού αρμού συγκόλλησηςαρχ.1. προσκόλληση2. μτφ. αφοσίωση.
Dictionary of Greek. 2013.